-
1 единица
1. (измерения) η μονάδ/α *в - ах σε - εςпринимать за - у λαμβάνω ως/σαν -6 εκατομμυρίων χλμ.)средняя - μέση -, μεσαία -2. (число) (о αριθμός) ένα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > единица
-
2 мера
1. (величина) το μέτρο, το μέγεθος 2. (средство измерений для воспроизведения физической величины заданного размера) η μέτρηση, το μέτρημα, το μέτρο, η (μετρική) μονάδα- веса - του βάρους, τα σταθμά3. (мероприятие) το μέτρ/ο, η ενέργειαпредупредительная - προληπτικό -, προειδοποιητικά - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мера
-
3 увеличение
1. (в количестве, числе) η αύξηση 2. (в силе, мощности и т.д.) η επαύξηση, το μεγάλωμα 3. (линзы, объектива, изображения при печати и т.п.) η μεγέθυνσηлинейное - опт. γραμμική -угловое - опт. γωνιακή -электронное - (тлв.) ηλεκτρονική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > увеличение
-
4 spectral weight function
= spectral windowFrench\ \ fonction de pondération spectrale; fenêtre spectraleGerman\ \ Spektralgewichtsfunktion; SpektralfensterDutch\ \ spectrale wegingsfunctie; spectraal vensterItalian\ \ funzione di ponderazione spettrale; finestra spettraleSpanish\ \ función de ponderación espectral; ventana espectralCatalan\ \ funció espectral de pes; funció de ponderació espectral; finestra espectralPortuguese\ \ função de ponderação espectral; janela espectralRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ spektralviktsfunktionGreek\ \ φασματική συνάρτηση του βάρους; φασματικό παράθυροFinnish\ \ spektripainofunktio; spektripainofunktion toinen nimitysHungarian\ \ spektrál súlyfüggvény; spektrálablakTurkish\ \ tayfî ağırlık işlevi; tayfî ağırlık fonksiyonu; spektral ağırlık işlevi; spektral ağırlık fonksiyonu; tayfî pencere; spektral pencereEstonian\ \ spektraalne kaalufunktsioon; spektraalakenLithuanian\ \ sprektrinė nuostolių funkcija; sprektrinė svorio funkcija; spektro langasSlovenian\ \ -Polish\ \ spektralna funkcja wag; okno spektralneRussian\ \ функция спектрального веса; окно прозрачностиUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ -Euskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ پنجره طيفيArabic\ \ دالة الاوزان الطيفيةAfrikaans\ \ spektraalgewigsfunksie; spektraalvensterChinese\ \ 谱 权 函 数; 谱 窗Korean\ \ 스펙트럼 가중치함수 -
5 мера
-ы θ.1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•-ы длины μέτρα μήκους•
-ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•
-ы объёма μέτρα όγκου•
-ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•
кубическая мера κυβικό μέτρο.
|| η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.2. μτφ. όριο•следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•
всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•
знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.
|| (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•-ы наказания μέσα τιμωρίας•
принимать -ы παίρνω τα μέτρα•
-ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•
-ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•
решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•
высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.
εκφρ.без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•в -у – στο μέτρο (μέτρια)•ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου. -
6 в
в(во) предлог с вин. и пред л. п.1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;5. (при указании количественных признаков, размера, веса):дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι. -
7 золотник
1. (в паровых машинах) о ατμονομέας, ο ατμοσύρτης 2. (клапан управления в гидро- или пневмоусилителях и исполнительных механизмах) η κύρια βαλβίδα, η βαλβίδα ελέγχου 3. (старая русская мера веса) παλιά ρωσική μονάδα βάρους (ισούται με 4,26 γραμμάρια).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > золотник
-
8 сертификат
το πιστοποιητικόвыдавать - εκδίδω το -, δίνω το -депозитный (банк.) - ύπαρξης λογαριασμού καταθέσεων στην τράπεζα- о мореходности мор. - αξιοπλοΐαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сертификат
-
9 единица
-ы θ.1. μονάδα. || το τελευταίο ψηφίο του πολυψήφιου αριθμού.2. ο πιο κατώτερος βαθμός στο βαθμολογικό εκπαιδευτικό σύστημα στην ΕΣΣΔ.3. μονάδα μέτρησης•денежная единица νομισματική μονάδα•
единица длины, меры, веса μονάδα μήκους, μέτρου, βάρους.
|| ένας, μονάδα. || πλθ. -ы μερικοί ελάχιστοι•только -ы не выполняют план ελάχιστοι είναι αυτοί που δεν εκπληρώνουν το πλάνο.
Перевод: с русского на все языки
со всех языков на русский- Со всех языков на:
- Русский
- С русского на:
- Все языки
- Английский
- Греческий